ομοιόπτωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ομοιόπτωτος, -η, -ο
- (γραμματική) που βρίσκεται στην ίδια γραμματική πτώση με άλλη λέξη
- οι ομοιόπτωτοι ονοματικοί προσδιορισμοί είναι η παράθεση, η επεξήγηση, ο επιθετικός και ο κατηγορηματικός προσδιορισμός
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ομοιόπτωτος
|