ομπρελοποιός
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
ομπρελοποι
ός
οι
ομπρελοποι
οί
γενική
του
/
της
ομπρελοποι
ού
των
ομπρελοποι
ών
αιτιατική
τον
/
την
ομπρελοποι
ό
τους
/
τις
ομπρελοποι
ούς
κλητική
ομπρελοποι
έ
ομπρελοποι
οί
Κατηγορία
όπως «
γιατρός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
ομπρελοποιός
<
ομπρέλα
+
-ο-
+
-ποιός
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
ομπρελοποιός
αρσενικό ή θηλυκό
(
επάγγελμα
) ο
κατασκευαστής
ομπρελών
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
ομπρελοποιός
αγγλικά
:
umbrella
maker
(en)
ιταλικά
:
ombrellaio
(it)
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ποιός (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες