ονδουρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ονδουρικός η ονδουρική το ονδουρικό
      γενική του ονδουρικού της ονδουρικής του ονδουρικού
    αιτιατική τον ονδουρικό την ονδουρική το ονδουρικό
     κλητική ονδουρικέ ονδουρική ονδουρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ονδουρικοί οι ονδουρικές τα ονδουρικά
      γενική των ονδουρικών των ονδουρικών των ονδουρικών
    αιτιατική τους ονδουρικούς τις ονδουρικές τα ονδουρικά
     κλητική ονδουρικοί ονδουρικές ονδουρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ονδουρικός < Ονδούρα + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ονδουρικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]