ονυχόλυση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ονυχόλυση οι ονυχολύσεις
      γενική της ονυχόλυσης* των ονυχολύσεων
    αιτιατική την ονυχόλυση τις ονυχολύσεις
     κλητική ονυχόλυση ονυχολύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ονυχολύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ονυχόλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: onycholysis < αρχαία ελληνική ὀνυχο- (ὀνύχιον, ὄνυξ) + λύσ(ις) + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ονυχόλυση θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]