οπλομαχητική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπλομαχητική < ελληνιστική κοινή ὁπλομαχητική, θηλυκό του ὁπλομαχητικός < αρχαία ελληνική ὁπλομαχέω < ὅπλον + μάχη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οπλομαχητική θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) η τέχνη της χρήσης όπλων και της μάχης μ’ αυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπλομαχητική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
οπλομαχητική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του οπλομαχητικός
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)