ορδή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορδή | οι | ορδές |
γενική | της | ορδής | των | ορδών |
αιτιατική | την | ορδή | τις | ορδές |
κλητική | ορδή | ορδές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορδή < ταταρική урда (ουρντα) < μογγολική орду (ορντού) (βασιλή φρουρά) < πρωτοτουρκική *or- (στρατός)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ορδή θηλυκό
- το άτακτο πλήθος πολεμιστών, που βιαιοπραγεί, λεηλατεί και καταστρέφει τις περιοχές από τις οποίες διέρχεται: πχ. οι ορδές των εχθρών
- (συνεκδοχικά) το μεγάλο πλήθος ανθρώπων που συγκεντρώνεται σε ένα σημείο