ορδαλία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορδαλία οι ορδαλίες
      γενική της ορδαλίας των ορδαλιών
    αιτιατική την ορδαλία τις ορδαλίες
     κλητική ορδαλία ορδαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορδαλία < μεσαιωνική λατινική ordalium (κρίση)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ορδαλία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]