ορθοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορθοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthoscope < αρχαία ελληνική ὀρθός + σκοπέω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ορθοσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική) ενδοσκόπιο με το οποίο διενεργείται ορθοσκόπηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορθοσκόπιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)