ενδοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενδοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική endoscope[1] < αρχαία ελληνική ἔνδον + σκοπέω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενδοσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική): γενική ονομασία που δίδεται σε ειδικό εύκαμπτο όργανο που αποτελείται από έναν οπτικό σωλήνα με ένα σύστημα φωτισμού που εισάγεται στις φυσικές κοιλότητες του σώματος ή όργανα προς εξέταση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ενδοσκόπηση
- ενδοσκοπικά
- ενδοσκοπικός
- ενδοσκοπικώς
- ενδοσκοπώ
- → δείτε τις λέξεις ένδον και σκοπώ
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- το ενδοσκόπιο, ανάλογα της κοιλότητας ή του προς εξέταση οργάνου που εισάγεται, λαμβάνει και ιδιαίτερη ονομασία, π.χ. λαρυγγοσκόπιο, βρογχοσκόπιο κ.λπ.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Endoscope στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ ενδοσκόπιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)