Μετάβαση στο περιεχόμενο

ενδοσκόπιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενδοσκόπιο τα ενδοσκόπια
      γενική του ενδοσκοπίου
& ενδοσκόπιου
των ενδοσκοπίων
    αιτιατική το ενδοσκόπιο τα ενδοσκόπια
     κλητική ενδοσκόπιο ενδοσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενδοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική endoscope[1] < αρχαία ελληνική ἔνδον + σκοπέω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ενδοσκόπιο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Endoscope στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]