ενδοσκοπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδοσκοπικός < ενδοσκόπ(ηση) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ενδοσκοπικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που σχετίζεται με την ενδοσκόπηση ή γίνεται με ενδοσκόπιο
- ενδοσκοπική εξέταση
- (ψυχολογία) που σχετίζεται με την ανάλυση την συνείδησης
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιατρική
ψυχολογία