ορθόφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ορθόφωνος, -η, -ο
- άτομο με αρμονική φωνητική χροιά, επίσης σωστή άρθρωση, διαχείριση επιτονισμού (επιτονική ικανότητα), τοποθέτηση αναπνοών, ορθή ανάγνωση στίξης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθόφωνος
|