ορμονολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορμονολογικός < ορμονολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ορμονολογικός, -ή, -ό
- (ιατρική) σχετικός με την ορμονολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορμονολογικός
|