οστεολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οστεολογικός η οστεολογική το οστεολογικό
      γενική του οστεολογικού της οστεολογικής του οστεολογικού
    αιτιατική τον οστεολογικό την οστεολογική το οστεολογικό
     κλητική οστεολογικέ οστεολογική οστεολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οστεολογικοί οι οστεολογικές τα οστεολογικά
      γενική των οστεολογικών των οστεολογικών των οστεολογικών
    αιτιατική τους οστεολογικούς τις οστεολογικές τα οστεολογικά
     κλητική οστεολογικοί οστεολογικές οστεολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οστεολογικός < οστεολογ(ία) + -ικός < (ελληνιστική κοινήὀστεολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

οστεολογικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη οστό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]