ουροσυλλέκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ουροσυλλέκτης < ούρ(ο) + -ο- + συλλέκτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ουροσυλλέκτης αρσενικό
- (νεολογισμός, ιατρική) αποστειρωμένο μικρό δοχείο μιας χρήσης για συλλογή ούρων που προορίζονται για ουρολογική εξέταση
- ※ Στο τέλος με έβαλε να κατουρήσω σε έναν ουροσυλλέκτη και συνέστησε να μην τρώω αλμυρά και να πίνω πολλά νερά. Όταν έφυγε, ανακουφίστηκα. Είχα χαρεί που ήμουν υγιής εκ πρώτης όψεως. Το απόγευμα είχε βγει και η απάντηση από το τεστ ούρων. Οι εξετάσεις ήταν εξαιρετικές και... συγχαρητήρια! Ήμουν έγκυος. (Να ένα μήλο, τόμος 5, λογοτεχν. περιοδικό, εκδ. Πατάκη, σελ. 49, 2004)
- (νεολογισμός, ιατρική) σακούλα συλλογής ούρων για ασθενείς που βρίσκονται σε κατάκλιση και τα ούρα τους παροχετεύονται με σωληνάκι από τον ουρητήρα στον ουροσυλλέκτη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ουροσυλλέκτης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)