Μετάβαση στο περιεχόμενο

οἰκτρότης

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οἰκτρότης αἱ οἰκτρότητες
      γενική τῆς οἰκτρότητος τῶν οἰκτροτήτων
      δοτική τῇ οἰκτρότητ ταῖς οἰκτρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν οἰκτρότητ τὰς οἰκτρότητᾰς
     κλητική ! οἰκτρότης οἰκτρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οἰκτρότητε
γεν-δοτ τοῖν  οἰκτροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οἰκτρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική οἰκτρό(ς) + -της

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οἰκτρότης, -ητος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]