παιγνιοθεραπεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.ɣni.o.θe.ɾaˈpi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παι‐γνι‐ο‐θε‐ρα‐πεί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παιγνιοθεραπεία θηλυκό
- (νεολογισμός) ψυχοθεραπευτική προσέγγιση σύμφωνα με την οποία διάφορες μορφές παιχνιδιού αποτελούν τη θεραπεία
- ※ Μέσα από τα βιωματικά εργαστήρια, που περιλαμβάνουν από μουσικοθεραπεία, και παιγνιοθεραπεία, μέχρι υπαρξιακή ψυχοθεραπεία και δραματοθεραπεία, οι συμμετέχοντες, είτε πρόκειται για επαγγελματίες της ψυχικής υγείας και των ανθρωπιστικών επιστημών ή για άτομα που απλά θέλουν να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους, καλούνται να αφεθούν σε ένα ταξίδι ανα«ψυχής». (Θεοδώρα Βασιλοπούλου, Πλακόστρωτες αυλές αντικαθιστούν το ντιβάνι του ψυχοθεραπευτή, Η Καθημερινή, 16 Ιουνίου 2016)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιγνιοθεραπεία
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)