παιγνιοθεραπευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιγνιοθεραπευτής < παιγνιοθεραπεία + θεραπευτής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.ɣni.o.θe.ɾa.peˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παι‐γνι‐ο‐θε‐ρα‐πευ‐τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παιγνιοθεραπευτής αρσενικό (θηλυκό παιγνιοθεραπεύτρια)
- (νεολογισμός, επάγγελμα) ο ειδικός που ασχολείται με την παιγνιοθεραπεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιγνιοθεραπευτής
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr