παλικινησία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλικινησία οι παλικινησίες
      γενική της παλικινησίας των παλικινησιών
    αιτιατική την παλικινησία τις παλικινησίες
     κλητική παλικινησία παλικινησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλικινησία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική palikinésie < αρχαία ελληνική πάλιν + κίνημα[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παλικινησία θηλυκό

  • (ιατρική) η συνεχόμενη, επαναλαμβανόμενη, συγκεκριμένη μυϊκή κίνηση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)