παλκοσένικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλκοσένικο < (άμεσο δάνειο) ιταλική palcoscenico
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλκοσένικο ουδέτερο
- το ξύλινο πάτωμα σκηνής θεάτρου
- η δουλειά των ηθοποιών και άλλων καλλιτεχνών που χρησιμοποιούν το παλκοσένικο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλκοσένικο
|