παλκοσένικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλκοσένικο τα παλκοσένικα
      γενική του παλκοσένικου των παλκοσένικων
    αιτιατική το παλκοσένικο τα παλκοσένικα
     κλητική παλκοσένικο παλκοσένικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλκοσένικο < (άμεσο δάνειο) ιταλική palcoscenico

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παλκοσένικο ουδέτερο

  1. το ξύλινο πάτωμα σκηνής θεάτρου
  2. η δουλειά των ηθοποιών και άλλων καλλιτεχνών που χρησιμοποιούν το παλκοσένικο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]