παντρολόγημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παντρολόγημα τα παντρολογήματα
      γενική του παντρολογήματος των παντρολογημάτων
    αιτιατική το παντρολόγημα τα παντρολογήματα
     κλητική παντρολόγημα παντρολογήματα
συνήθως στον πληθυντικό
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παντρολόγημα < παντρολογώ, παντρολόγη- + -μα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pan.dɾoˈlo.ʝi.ma/ & /pa.dɾoˈlo.ʝi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ντρο‐λό‐γη‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παντρολόγημα ουδέτερο

  • οι πράξεις ή διαμεσαλοβήσεις τρίτων ατόμων ώστε να πείσουν κάποιον να παντρευτεί.
    ※ Νὰ δῇς, Κυρὰ γειτόνισσα, ποὺ πρὶν τοὺς ἕξη μῆνες, θἆχουμε καινούργια παντρολογήματα — εἶπε ἡ Εὐρυδίκη στὴ Χαρζανοπουλίνα, καθὼς περνοῦσε ἡ συνοδεία ἀπ’ τὴ γέφυρα τοῦ Νεκροταφείου — βράδυ πιὰ — ἀπὸ δυὸ-τρεῖς μαζί, σκόρπιοι ἐδῶ κ’ ἐκεῖ… (Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Η κερένια κούκλα, κεφ. Ζ. (1911))

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]