παπανδρεϊκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παπανδρεϊκός η παπανδρεϊκή
παπανδρεϊκιά
το παπανδρεϊκό
      γενική του παπανδρεϊκού της παπανδρεϊκής
παπανδρεϊκιάς
του παπανδρεϊκού
    αιτιατική τον παπανδρεϊκό την παπανδρεϊκή
παπανδρεϊκιά
το παπανδρεϊκό
     κλητική παπανδρεϊκέ παπανδρεϊκή
παπανδρεϊκιά
παπανδρεϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παπανδρεϊκοί οι παπανδρεϊκές τα παπανδρεϊκά
      γενική των παπανδρεϊκών των παπανδρεϊκών των παπανδρεϊκών
    αιτιατική τους παπανδρεϊκούς τις παπανδρεϊκές τα παπανδρεϊκά
     κλητική παπανδρεϊκοί παπανδρεϊκές παπανδρεϊκά
Το θηλυκό σε -ιά με τη σημασία: οπαδός.
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παπανδρεϊκός < Παπανδέ(ου) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

παπανδρεϊκός, -ή / -ιά -ό

  1. που σχετίζεται με πολιτικό με το όνομα Παπανδρέου, με την πολιτική του γραμμή, ή το κόμμα του
    παπανδρεϊκή πολιτική
    (θηλυκό παπανδρεϊκή)
  2. που είναι οπαδός πολιτικού με το όνομα Παπανδρέου
    θηλυκό: παπανδρεϊκή και παπανδρεϊκιά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]