παπανδρεϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παπανδρεϊκός | η | παπανδρεϊκή & παπανδρεϊκιά |
το | παπανδρεϊκό |
γενική | του | παπανδρεϊκού | της | παπανδρεϊκής & παπανδρεϊκιάς |
του | παπανδρεϊκού |
αιτιατική | τον | παπανδρεϊκό | την | παπανδρεϊκή & παπανδρεϊκιά |
το | παπανδρεϊκό |
κλητική | παπανδρεϊκέ | παπανδρεϊκή & παπανδρεϊκιά |
παπανδρεϊκό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παπανδρεϊκοί | οι | παπανδρεϊκές | τα | παπανδρεϊκά |
γενική | των | παπανδρεϊκών | των | παπανδρεϊκών | των | παπανδρεϊκών |
αιτιατική | τους | παπανδρεϊκούς | τις | παπανδρεϊκές | τα | παπανδρεϊκά |
κλητική | παπανδρεϊκοί | παπανδρεϊκές | παπανδρεϊκά | |||
Το θηλυκό σε -ιά με τη σημασία: οπαδός. | ||||||
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παπανδρεϊκός < Παπανδέ(ου) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
παπανδρεϊκός, -ή / -ιά -ό
- που σχετίζεται με πολιτικό με το όνομα Παπανδρέου, με την πολιτική του γραμμή, ή το κόμμα του
- ↪ παπανδρεϊκή πολιτική
- (θηλυκό παπανδρεϊκή)
- που είναι οπαδός πολιτικού με το όνομα Παπανδρέου
- θηλυκό: παπανδρεϊκή και παπανδρεϊκιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παπανδρεϊκός
|