παράδρομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παράδρομος < αρχαία ελληνική παράδρομος < παρά + δρόμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παράδρομος αρσενικό
- μικρότερος δρόμος, παράλληλος ενός μεγαλύτερου (π.χ. λεωφόρου ή εθνικής οδού)