παράσελμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παράσελμα < παρα- + σέλμα < αρχαία ελληνική σέλμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παράσελμα αρσενικό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) σανίδα μεταξύ των σελμάτων σε βάρκα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παράσελμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρα- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)