παρακρατούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρακρατούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του παρακρατούμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
παρακρατούμενος
- που παρακρατείται
- Ο παρακρατούμενος φόρος αποδίδεται μόνον όταν ο φορολογούμενος...
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρακρατούμενος
|