παραμετροποιήσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραμετροποιήσιμος < παραμετροποιώ + -ιμος
Επίθετο[επεξεργασία]
παραμετροποιήσιμος, -η, -ο
- (νεολογισμός) που είναι κατάλληλος, μπορεί ή πρέπει να παραμετροποιηθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη παραμετροποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραμετροποιήσιμος