παρασελήνιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρασελήνιο τα παρασελήνια
      γενική του παρασελήνιου
παρασεληνίου
των παρασελήνιων
παρασεληνίων
    αιτιατική το παρασελήνιο τα παρασελήνια
     κλητική παρασελήνιο παρασελήνια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρασελήνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paraselene ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική parasélène + -ιο < αρχαία ελληνική παρά + σελήνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρασελήνιο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]