παρασυγγενικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παρασυγγενικός αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο και παρασυγγενής
- αυτός που έχει μακρινή συγγένεια (κυρίως όταν συγκρίνουμε συγγενείς-συγγένεια διαφορετικού βαθμού), μακρινός συγγενής
- Ο Νεάντερνταλ ήταν παρασυγγενικό είδος, ενώ ο Χαϊντελμπεργκένσις προγονικό του Homo sapiens.