παρασυγγενικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρασυγγενικός η παρασυγγενική το παρασυγγενικό
      γενική του παρασυγγενικού της παρασυγγενικής του παρασυγγενικού
    αιτιατική τον παρασυγγενικό την παρασυγγενική το παρασυγγενικό
     κλητική παρασυγγενικέ παρασυγγενική παρασυγγενικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρασυγγενικοί οι παρασυγγενικές τα παρασυγγενικά
      γενική των παρασυγγενικών των παρασυγγενικών των παρασυγγενικών
    αιτιατική τους παρασυγγενικούς τις παρασυγγενικές τα παρασυγγενικά
     κλητική παρασυγγενικοί παρασυγγενικές παρασυγγενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

παρα- + συγγενικός

Επίθετο[επεξεργασία]

παρασυγγενικός αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο και παρασυγγενής

  • αυτός που έχει μακρινή συγγένεια (κυρίως όταν συγκρίνουμε συγγενείς-συγγένεια διαφορετικού βαθμού), μακρινός συγγενής
Ο Νεάντερνταλ ήταν παρασυγγενικό είδος, ενώ ο Χαϊντελμπεργκένσις προγονικό του Homo sapiens.