παρθενοφοβία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρθενοφοβία < παρθέν(α) + ο + -φοβία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρθενοφοβία θηλυκό
- (ψυχολογία) ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από παράλογο φόβο για τις παρθένες και, γενικότερα, τις κοπέλες και τις νεαρές γυναίκες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- νυμφοφοβία (σπάνιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρθενοφοβία