πασάκας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πασάκας | οι | πασάκες |
γενική | του | πασάκα | — | |
αιτιατική | τον | πασάκα | τους | πασάκες |
κλητική | πασάκα | πασάκες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πασάκας < πασ(άς) + υποκοριστικό επίθημα -άκας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πασάκας αρσενικό
- χαϊδευτικό, υποκοριστικό του πασάς, προσφώνηση σε αγόρια
- ό,τι θες εσύ πασάκα μου, ό, τι θες εσύ αγορίνα μου, ήλιε μου κι αϊτέ μου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πασάς
πασάκας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)