πασσαλοκαλύβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πασσαλοκαλύβα < πάσσαλος + -ο- + καλύβα < αρχαία ελληνική πάσσαλος + αρχαία ελληνική καλύβη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πασσαλοκαλύβα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πασσαλοκαλύβα
|