πατσαβουρόπιτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πατσαβουρόπιτα< πατσαβούρ(ι) + -ό- + πίτα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πατσαβουρόπιτα θηλυκό
- (γαστρονομία) πίτα στην οποία δεν απλώνουμε το φύλλο ίσια και ομοιόμορφα στο ταψί αλλά το ζαρώνουμε σαν να' ναι πατσαβούρι,ρίχνουμε από πάνω τη γέμιση και δεν την καλύπτουμε με άλλο φύλλο.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πατσαβουρόπιτα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'πίτα' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)