πεοθηλασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεοθηλασμός οι πεοθηλασμοί
      γενική του πεοθηλασμού των πεοθηλασμών
    αιτιατική τον πεοθηλασμό τους πεοθηλασμούς
     κλητική πεοθηλασμέ πεοθηλασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεοθηλασμός < πέος + θηλασμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεοθηλασμός αρσενικό

  • η σεξουαλική πρακτική του ερεθισμού του πέους με το στόμα, ο στοματικός έρωτας

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]