περιέλευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περιέλευση | οι | περιελεύσεις |
γενική | της | περιέλευσης* | των | περιελεύσεων |
αιτιατική | την | περιέλευση | τις | περιελεύσεις |
κλητική | περιέλευση | περιελεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιελεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιέλευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιέλευ(σις) (πηγαίνω γύρω γύρω) < περιελεύσομαι, μέλλοντας του περιέρχομαι (περιδιαβαίνω) + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε περι- + έλευση
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈe.lef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐έ‐λευ‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιέλευση θηλυκό
- το πέρασμα της εξουσίας ή της κατοχής από ένα πρόσωπο σε άλλο
- (νομικός όρος) το να περιέλθει στην κατοχή άλλου
- η περιέλευση της κυριότητας στους κληρούχους
- ※ Πρόταση για περιέλευση των 'αγνώστου ιδιοκτήτη' ακινήτων στους οικείους Δήμους (ΠΟΜΙΔΑ, e-foroloria.gr, 2019.06.17.)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιέλευση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα περι- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)