περιπρωκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
περιπρωκτικός -ή, ό
- (ιατρική) που σχετίζεται με την περιοχή γύρω από τον πρωκτό
- Πού να σου τα λέω! Μου είχε βρει ένα περιπρωκτικό απόστημα και χρειάστηκε χειρουργείο για να αφαιρεθεί!
¨
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιπρωκτικός
|
κοντά στον πρωκτό