πηδαλιουχούμενο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πηδαλιουχούμενο τα πηδαλιουχούμενα
      γενική του πηδαλιουχούμενου των πηδαλιουχούμενων
    αιτιατική το πηδαλιουχούμενο τα πηδαλιουχούμενα
     κλητική πηδαλιουχούμενο πηδαλιουχούμενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πηδαλιουχούμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πηδαλιουχούμενος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πηδαλιουχούμενο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πηδαλιουχούμενο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πηδαλιουχούμενος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πηδαλιουχούμενος