πηδαλιουχούμενο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πηδαλιουχούμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πηδαλιουχούμενος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πηδαλιουχούμενο ουδέτερο
- σκάφος που πηδαλιουχείται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πηδαλιουχούμενο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πηδαλιουχούμενο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πηδαλιουχούμενος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πηδαλιουχούμενος