πηχτή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πηχτή οι πηχτές
      γενική της πηχτής των πηχτών
    αιτιατική την πηχτή τις πηχτές
     κλητική πηχτή πηχτές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πηχτή < ελληνιστική κοινή πηκτή, θηλυκό του πηκτός < πήγνυμι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /piˈxti/
ομόηχο: πηχτοί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πηχτή θηλυκό

  1. πηγμένο ζουμί από σούπα, κυρίως από χοιρινή κρεατόσουπα
  2. η ζελατίνη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πηχτή