πισσάνθραξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πισσάνθραξ | οἱ | πισσάνθρακες | ||||
γενική | τοῦ | πισσάνθρακος | τῶν | πισσανθράκων | ||||
δοτική | τῷ | πισσάνθρακι | τοῖς | πισσάνθραξι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | πισσάνθρακα | τοὺς | πισσάνθρακᾰς | ||||
κλητική ὦ! | πισσάνθραξ | πισσάνθρακες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πισσάνθραξ, -ακος ουδέτερο
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .