πλαγιοπρυμνοδέτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλαγιοπρυμνοδέτηση | οι | πλαγιοπρυμνοδετήσεις |
γενική | της | πλαγιοπρυμνοδέτησης* | των | πλαγιοπρυμνοδετήσεων |
αιτιατική | την | πλαγιοπρυμνοδέτηση | τις | πλαγιοπρυμνοδετήσεις |
κλητική | πλαγιοπρυμνοδέτηση | πλαγιοπρυμνοδετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλαγιοπρυμνοδετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλαγιοπρυμνοδέτηση < πλαγιο- + πρυμνοδέτηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλαγιοπρυμνοδέτηση θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλαγιοπρυμνοδέτηση
|