πλακόστρωτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλακόστρωτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πλακόστρωτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλακόστρωτο ουδέτερο
- δρομάκι (ή άλλη επιφάνεια) που έχει πλακοστρωθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλακόστρωτο
|