πλαταγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλαταγή | οι | πλαταγές |
γενική | της | πλαταγής | των | πλαταγών |
αιτιατική | την | πλαταγή | τις | πλαταγές |
κλητική | πλαταγή | πλαταγές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pla.taˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐τα‐γή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλαταγή θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του πλατάγισμα
- (αρχαιοπρεπές) η κουδουνίστρα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πλαταγίζω
- πλατάγισμα
- πλαταγισμός
- → δείτε τη λέξη πλατύς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλαταγή
|
- ↑ πλαταγή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ πλαταγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)