πλουτολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλουτολογικός < πλουτολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πλουτολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την πλουτολογία, με τον πλούτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλουτολογικός
|