πνίξ
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| πνῐγ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | πνίξ | αἱ | πνίγες | |
| γενική | τῆς | πνιγός | τῶν | πνιγῶν | |
| δοτική | τῇ | πνιγῐ́ | ταῖς | πνιξῐ́(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | πνίγᾰ | τὰς | πνίγᾰς | |
| κλητική ὦ! | πνίξ | πνίγες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πνίγε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | πνιγοῖν | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φλόξ' όπως «φλόξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πνίξ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πνίξ, -ῐγός θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- «πνίξ.-ῑγός» τόμ. Γ΄, σελ. 614 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
- πνίξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση 'φλόξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φλόξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φλόξ' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φλόξ' με βραχύ φωνήεν (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)