ποκάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποκάρι τα ποκάρια
      γενική του ποκαριού των ποκαριών
    αιτιατική το ποκάρι τα ποκάρια
     κλητική ποκάρι ποκάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποκάρι < (ελληνιστική κοινή) ποκάριον < αρχαία ελληνική πόκος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποκάρι ουδέτερο

  • όγκος μαλλιού από την κουρά των προβάτων
    ※  Κώστας Κρυστάλλης, «Ο κούρος», συλλογή Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης, 1893
    Πάρτε καὶ τοῦ γαλάτου ἀφρο, ραντίστε τὰ ποκάρια,
    Βάξτε: χούϊ, χούϊ, χούϊ! τρεῖς βολές, ῥίξτε καὶ τρία ἁρμούτια
    Καὶ εἰπέτε καὶ τοῦ τσέλιγγα παινετικὸ τραγούδι.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]