πολιτειολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολιτειολογικός η πολιτειολογική το πολιτειολογικό
      γενική του πολιτειολογικού της πολιτειολογικής του πολιτειολογικού
    αιτιατική τον πολιτειολογικό την πολιτειολογική το πολιτειολογικό
     κλητική πολιτειολογικέ πολιτειολογική πολιτειολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολιτειολογικοί οι πολιτειολογικές τα πολιτειολογικά
      γενική των πολιτειολογικών των πολιτειολογικών των πολιτειολογικών
    αιτιατική τους πολιτειολογικούς τις πολιτειολογικές τα πολιτειολογικά
     κλητική πολιτειολογικοί πολιτειολογικές πολιτειολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολιτειολογικός < πολιτειολογ(ία) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

πολιτειολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]