πολυειδία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυειδία < αρχαία ελληνική πολυειδία / πολυείδεια < πολυειδής < πολύς + εἶδος (< εἴδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weyd-: βλέπω, γνωρίζω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυειδία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυειδία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)