πολυφυλετικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυφυλετικότητα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyphyletism < αρχαία ελληνική πολύς + φυλή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυφυλετικότητα θηλυκό
- (κοινωνιολογία) η παρουσία πολλών φυλών σε μια κοινωνία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυφυλετικότητα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κοινωνιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)