πολύζυγο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πολύζυγος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολύζυγο τα πολύζυγα
      γενική του πολύζυγου
πολυζύγου
των πολύζυγων
πολυζύγων
    αιτιατική το πολύζυγο τα πολύζυγα
     κλητική πολύζυγο πολύζυγα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολύζυγο < πολυ- + ζυγός + -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολύζυγο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]