πομόνα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πομόνα | οι | πομόνες |
γενική | της | πομόνας | — | |
αιτιατική | την | πομόνα | τις | πομόνες |
κλητική | πομόνα | πομόνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πομόνα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Pomona (σήμα κατατεθέν[1] αμερικανικής εταιρείας που έφτιαχνε αντλίες (Pomona Pump Co.)[2] < ομώνυμη αμερικάνικη πόλη < λατινική Pomona (Πομόνα, ρωμαϊκή θεότητα) < pomum
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πομόνα θηλυκό
- ονομασία κάθε στροβιλαντλίας νερού που είναι ικανή να παρέχει μεγάλες ποσότητες και από αρκετό βάθος
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πομόνα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πομόνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ετυμολογία «πομόνα» @lexilogia.gr, 2011
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από επωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)