pomum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pomum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂- (τροφή)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pomum ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pomum | poma |
γενική | pomī | pomōrum |
δοτική | pomō | pomīs |
αιτιατική | pomum | poma |
κλητική | pomum | poma |
αφαιρετική | pomō | pomīs |