ποντικομαμή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποντικομαμή < ποντικ(ός) + -ο- + μαμή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποντικομαμή θηλυκό
- χαρακτηρισμός πονηρού και δόλιου ανθρώπου, που δημιουργεί σκάνδαλα και προκαλεί επεισόδια.
- άνθρωπος μικροκαμωμένος και ζαρωμένος ή που τα χαρακτηριστικά του προσώπου του θυμίζουν ποντίκι. Σύμφωνα με τη λαοσοφία οι κοντοί και ανάσκητοι άνθρωποι (δείτε επίσης: τσιλιβήθρα) πολλές φορές φοβούνται να είναι ευθείς και ειλικρινείς, κάτι που τους ωθεί σε άνανδρες πονηριές και δολοπλοκίες.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποντικομαμή